- Λαμνιάς
- Λαμνιάς f. adj.,1 of Lemnos
Κλυμένοιο παῖδα Λαμνιάδων γυναικῶν ἔλυσεν ἐξ ἀτιμίας O. 4.20
, cf. P. 4.252ff.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Κλυμένοιο παῖδα Λαμνιάδων γυναικῶν ἔλυσεν ἐξ ἀτιμίας O. 4.20
, cf. P. 4.252ff.Lexicon to Pindar. William J.. 2010.